Η ιστορία της περιοχής μελέτης είναι πλούσια σε γεγονότα και συμβάντα. Αυτό εξηγείται όχι μόνο με τη γεωστρατηγική της θέση (στα δυτικά παράλια του Αργολικού Κόλπου), αλλά και με την ύπαρξη των εύφορων πεδιάδων του Τάνου, του Βρασιάτη και του Δαφνώνα στα παράλια.
Στα πρώτα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας διαπιστώνονται με βεβαιότητα τουλάχιστον από τα νεολιθικά χρόνια. Πλούσια ευρήματα της εποχής αυτής, καθώς και της εποχής Χαλκοκρατίας από τις θέσεις Μαρμαράλωνα (Ξερόκαμπου), Κουτρί (Άνω Μελιγούς), Άγιος Γεώργιος (Μελιγούς), Χερρονήσι (Τεύχος Παραρτημάτων, φωτο 1), Νησί Παραλίου , στο δρόμο κοντά στην Παραλία Λεωνιδίου, στο Γεράκι, φωτίζουν κάπως τα προϊστορικά αυτά χρόνια. Οι πρώτοι κάτοικοι ανήκουν στα προελληνικά φύλλα, στους Πελασγούς, που έζησαν εδώ πριν τους Αρκάδες στην Αρκαδία και τους (πρωτοέλληνες) Δαναούς στην Αργολίδα και στα Παράλια της Κυνουρίας. Στη συνέχεια εγκαθίστανται στην Κυνουρία οι Ίωνες. Οι δημιουργοί του Μυκηναϊκού πολιτισμού, οι Αχαιοί, εγκαταστάθηκαν στην Αργολίδα γύρω στα 1600 π.Χ. Λίγο αργότερα κατέβηκαν από κει στη Λακωνία, ενώ η Κυνουρία ήταν ήδη κομμάτι της Αργείας γης. Αυτά μαρτυρούν και τα ευρήματα από το Χερρονήσι, το Νησί του Αγίου Ανδρέα, το Ελληνικό Άστρους, το Καστράκι Μελιγούς. Στο λόφο της Ανάληψης, δυτικά του χωριού Βούρβουρα, βρέθηκαν λείψανα αξιόλογου οχυρωμένου οικισμού (Ίασος ή Ιασαία), που άκμασε στα μυκηναϊκά χρόνια. Θολωτοί μυκηναϊκοί τάφοι βρέθηκαν στη θέση Μάκρος (παραλία Λεωνιδίου), στη θέση Κοτρώνι (Βασκίνα), κοντά στο Παλαιοχώρι. Και σε άλλες περιοχές του Πάρνωνα βρέθηκαν λείψανα αυτής της περιόδου (στο Ξηροκάμπι, στην περιοχή Χάραδρου, Πλατάνας, σον Κάμπο Καρυάς, στη θέση Σοβάλα Πραστού).
Με την κάθοδο των Δωριέων, που ήρθαν και κατέλαβαν τη γη αυτοί τελευταίοι, αρχίζει ο εκδωρισμός των κατοίκων. Στην περιοχή συναντιούνται τα όρια των τριών επικρατειών: των Δωριέων της Σπάρτης, των Αρκάδων της Τεγέας και των Δωριέων του Άργους. Χαρακτηριστική μαρτυρία είναι τα ευρήματα στη θέση Φονομένοι του Αγ. Πέτρου, δίπλα στο δρόμο προς Καρυές, όπου βρέθηκαν τρεις μεγάλοι λιθοσωροί οι οποίοι αντιστοιχούσαν στα όρια των επικρατειών του Άργους, της Τεγέας και της Σπάρτης και ήταν αρχαία ιερά αφιερωμένα στον Ενόδιον Ερμή.
Στην Τεγέα ανήκε η περιοχή δυτικά – βορειοδυτικά των Βουρβούρων. Η τεγεάτικη Φυλακή του Παυσανία πρέπει να ήταν στο φυσικά οχυρωμένο ύψωμα Κακκαβουλέρι (20′ δυτικά από τα Βούρβουρα). Μικροί γύρω συνοικισμοί – Πηγαδάκια, Κούτρουφα, Βέρβενα – αποτελούσαν τον τεγεάτικο δήμο των Φυλακέων. Και η αρχαία πόλη των Καρυών, που πιθανόν, βρισκόταν βόρεια του σημερινού ομώνυμου χωριού, ήταν αρχικά αρκαδική πόλη. Την κατέλαβαν οι Σπαρτιάτες την εποχή των επεκτατικών πολέμων (πριν ή μετά τον πρώτο μεσσηνιακό πόλεμο). Η πόλη των Καρυών στους ιστορικούς χρόνους ήταν φημισμένη για μια ιδιότυπη λατρεία της Άρτεμης: στην ετήσια γιορτή της, Καρυάτια, κεντρική θέση είχε ένας λατρευτικός χώρος παρθένων. Τα ωραία σώματα των κοριτσιών, οι κινήσεις και η εμφάνισή τους ενέπνευσαν στους Έλληνες πλάστες τον τύπος της καρυάτιδας, καθώς και παραστάσεις χορευουσών καρυάτιδων ή λακαινών σε ποικιλία εικαστικά έργα τέχνης. Ο Ναός της Άρτεμης ίσως να ήταν στη θέση της σημερινής εκκλησίας της Παναγίας βόρεια των Καρυών, στο προαύλιο της οποίας υπάρχουν τρία υπεραιωνόβια πλατάνια και άφθονα νερά στην κρήνη.
Η Κυνουρία από τα τέλη του 11ου αιώνα π.Χ. ως τα ρωμαϊκά χρόνια, αποτέλεσε περιζήτητη λεία για την ικανοποίηση συμφερόντων της Σπάρτης και του Άργους. Γεωγραφικά η περιοχή της χωρίζεται σε δυο μεγάλες ενότητες. Τη βόρεια, που στα αρχαία χρόνια αντιστοιχούσε στη Θυρεάτιδα, με κύριο οικισμό τη Θυρέα και δευτερεύοντες την Ανθήνη, τη Νηρίδα, την Εύα και το Άστρος, ενώ το νότιο αντιστοιχούσε στη χώρα των Πρασιών, στην οποία υπήρχε ο κύριος οικισμός Πρασιαί και οι δευτερεύοντες Πολίχνη, Τυρός και Γλυππία. Μέχρι τον 7ο αιώνα π.Χ. η Κυνουρία πρέπει να διατηρεί την αυτονομία της (προκύπτει από την συμμετοχή των Πρασιών στην Αμφικτυονία της Καλαυρίας) παρ’ όλες τις προσπάθειες του Άργους και της Σπάρτης να την προσαρτήσουν. Εντούτοις η περιοχή των Πρασιών πρέπει να σχετιζόταν περισσότερο με τη Λακωνία, ενώ η περιοχή της Θυρεάτιδας με την Αργολίδα. (Τα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή στηρίζουν αυτό το συμπέρασμα). Οι Αργείοι διεκδικούσαν την Κυνουρία, προσπαθώντας να βάλουν φραγμό στην εξάπλωση των Σπαρτιατών ανατολικά. Στο α’ μισό του 8ου αιώνα π.Χ. κυριεύθηκαν από τους Σπαρτιάτες οι πόλεις των περιοίκων Αχαιών, Αμυκλαί, Φάρις και Γερονθραί.
Οι Γερόνθρες, που κατείχαν τη θέση του σημερινού Γερακίου, βρίσκονταν στη δυτική πλευρά του Πάρνωνα. Με την κατάληψη των Γερονθρών οι Σπαρτιάτες εξασφάλιζαν τα νώτα τους στις επιχειρήσεις που έκαναν εναντίον των Αργείων. Για περισσότερη ασφάλεια έδιωξαν τους κατοίκους της πόλης, που ήταν Αχαιοί, και εγκατέστησαν Λακεδαιμονίους περίοικους. Οι διωχθέντες βρήκαν καταφύγιο πιθανόν στην ανατολική πλευρά του Πάρνωνα.
Στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. οι Αργείοι είναι κύριοι της Κυνουρίας, των Κυθήρων και της Χερσονήσου του Μαλέα.
Η Σπάρτη όμως επιμένει στις διεκδικήσεις της Κυνουρίας. Χαρακτηριστικό αυτής της διαμάχης είναι η θρυλική μάχη της Θυρεάτιδας στα 546 π.Χ. με εξακόσιους επίλεκτους (με 300 άντρες από κάθε πλευρά), που αναφέρεται από πολλούς αρχαίου συγγραφείς. Σώζονται μόνο τρεις, γι’ αυτό την άλλη μέρα ακολούθησε δεύτερη πολύνεκρη μάχη, στην οποία νίκησαν οι Σπαρτιάτες. Το πιο πιθανόν είναι η περίφημη μάχη να έγινε στο Ξηροκάμπι. Σ’ αυτό συνηγορούν η μορφή του εδάφους, η στρατηγική θέση της περιοχής, το αρχαίο οδικό δίκτυο (από δω περνούσε ο δρόμος από το Άργος, προς της Τεγέα και τη Σπάρτη) και μια επιγραφική μαρτυρία από ένα χάλκινο αγαλμάτιο ταύρου που βρέθηκε στο Ξηροκάμπι. (Π. Φάκλαρης, “Αρχαία Κυνουρία” Αθήνα 1990)
Μετά το γεγονός αυτό ολόκληρη η Κυνουρία θα παραμείνει στην επικράτεια της Σπάρτης ως το 338 π.Χ. Την περίοδο αυτή οι Σπαρτιάτες εγκατέστησαν στην Θυρεάτιδα τους εκτοπισμένους Αιγινήτες. Το 338 π.Χ. η περιοχή της Κυνουρίας και πιο νότια ως το Ζάρακα (όπου οι Γερόνθρες και ο Μαριός), επανέρχεται στους Αργείους.
Ο αρχαίος Μαριός κατείχε τη θέση του σημερινού Μαρί. Ο Παυσανίας αναφέρει εδώ ένα αρχαίο ιερό κοινό για όλους τους θεούς, και γύρο από το ιερό άλσος με πηγές. Ο Μαριός έχει νερά αφθονότερα από κάθε άλλο μέρος. Η αρχαία ακρόπολη βρισκόταν σε λόφο στα νότια του χωριού. Υπάρχουν λείψανα τείχους και όστρακα αρχαϊκών χρόνων.
Το 219 π.Χ. οι Πρασιές και η Πολίχνη κυριευόταν από την Σπάρτη, που όμως δεν κατάφερε να καταλάβει τη Γλυππία , η οποία από το 338 π.Χ. και μέχρι την επικράτηση των ρωμαίων αποτελούσε ένα προχωρημένο φυλάκιο του Άργους στο πλευρό της Σπάρτης. Οι Αργείοι πρέπει να οχύρωσαν το οικισμό στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. και να βοήθησαν στην ανάπτυξή του. Εδώ βρήκαν καταφύγιο ένα χρόνο αργότερα οι αιφνιδιασθέντες από το Λυκούργο Μεσσήνιοι που είχαν στρατοπεδεύσει έξω απ’ τα τείχη του.
Η διαμάχη αυτή μεταξύ του Άργους και της Σπάρτης εξηγεί την ύπαρξη στην περιοχή (και ειδικά στην Κυνουρία) πολλών οχυρωμένων οικισμών (Θυρέα, Ανθήνη, Άστρος, Τσιόροβο Δολιανών, Πρασιές, Τυρός, Πολίχνη, Γλυππία, Μαριός, Γερόνθρες, Ίασος), καθώς και αρκετών οχυρών πύργων – φυλακείων σε διάφορες επίκαιρες θέσεις, όπως οδικές αρτηρίες.
Για το αρχαίο οδικό δίκτυο της περιοχής θα μπορούσε να ειπωθεί ότι μέχρι τις μέρες που άρχισε να χρησιμοποιείται η προχωρημένη τεχνολογία οδοποιίας, διατηρήθηκαν αρκετές από τις χαράξεις τους. Και πρώτα απ’ όλα ο παραλιακός δρόμος από το Άργος ως τα Πούλιθρα (εκτός από μερικά σημεία που ανέβαινε πιο πάνω απ’ την παραλία), από το Άστρος προς την Τρίπολη, καθώς και ο δρόμος από το Άργος ως τα Κάτω Δολιανά, που περνούσε από τη Ζάβιτσα. Ο τελευταίος ήταν και ο πιο σημαντικός δρόμος της Θυρεάτιδας. ακολουθώντας τη βόρεια πλαγιά της Ζάβιτσας, έβγαινε στον Ξυλόπυργο και τον Τσιόροβο, για να συνεχίσει ως αμαξιτός ως τη Σπάρτη και την Τεγέα.
Οι ορεινές περιοχές του Πάρνωνα με ομαλό έδαφος κατοικούνται στα αρχαία χρόνια από κτηνοτρόφους κατά τη θερινή περίοδο (μικροσυνοικισμοί στο Ξηροκάμπι, στο Κούτρι, Άνω Μελιγούς, στο Λεβέτι Προσηλίων, στον Κάμπο Καρυάς, στη Σοβάλα Πραστού), που τις εγκαταλείπουν το χειμώνα και κατεβαίνουν στα χειμαδιά στην παραλιακή λωρίδα της Κυνουρίας ή της Λακωνίας (ευρήματα στην περιοχή Κάτω Βέρβενα, στο Πηγάδι Κοσμά, στα Σπήλαια Σκυλοχωρίου).
Από τα αρχαϊκά μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια η περιοχή της Κυνουρίας ακολουθεί ιστορικά και πολιτιστικά το Άργος και τη Σπάρτη αναλόγως, διατηρεί όμως μερικές ιδιαιτερότητες στον τρόπο ζωής, τις λατρείες και τα έθιμα. Σ’ αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο το ότι οι προσβάσεις σε μερικές περιοχές του Πάρνωνα ήταν αρκετά δύσκολες. Αυτό συνέβαλε στη διατήρηση της ταυτότητας αυτών των περιοχών και στα μετέπειτα χρόνια, όπως για παράδειγμα η τσακώνικη διάλεκτος, που θεωρείται παραφθορά της δωρικής.
Μετά την υποδούλωση στους Ρωμαίους, έπαψαν οι πόλεμοι ανάμεσα στα ελληνικά κράτη. Για την Πελοπόννησο άρχισαν χρόνια οικονομικής ακμής. Σ’ αυτά τα χρόνια ακμάζει στην περιοχή του Πάρνωνα ο σημαντικός οικισμός “Εύα”,η σπουδαιότερη πόλη της Θυρεάτιδας, τουλάχιστον στο 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ.
Περίπου στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ., ο Ηρώδης έκτισε στην Εύα μια από τις πολυτερέστερες επαύλεις του και εξωράισε τον οικισμό με υδραγωγεία, λουτρά, άλση, αγάλματα κ.λ.π. τον Τιβέριο Κλαύδιο Αττικό Ηρώδη (101-177 μ.Χ.) δεν τον τράβηξε εδώ μόνο το ωραίο και ήρεμο τοπίο με την πλούσια βλάστηση, τα ποικίλα θηράματα και τα άφθονα νερά, αλλά και η εύφορη πεδιάδα της Θυρεάτιδας, της οποίας ένα μεγάλο μέρος έπρεπε να εκμεταλλευόταν.
Στους Βυζαντινούς χρόνους (από τον 4ο αιώνα μ.Χ.) η Πελοπόννησος αποτελεί ένα τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ακολουθεί τις τύχες της. στη θέση Παλιόστολος βόρεια-βορειανατολικά του χωριού Στόλος, όπου στα ερείπια οικισμού παλαιοχριστιανικών χρόνων, βρέθηκε μια επιτύμβια επιγραφή που μαρτυρεί ότι τον 6ο αιώνα είχε διαδοθεί η χριστιανική θρησκεία στο εσωτερικό της Κυνουρίας (Π. Φακλάρης, “Αρχαία Κυνουρία” Αθήνα 1990).
Τον 8ο αιώνα εμφανίζονται στην περιοχή Σλαβικές φυλές: Μηλιγγοί και Εζερίτες, που εγκαταστάθηκαν στις δυσπρόσιτες περιοχές του Ταΰγετου και του Πάρνωνα. Η κατά περιόδους εξεγέρσεις τους (από τον 8ο έως το 10ο αιώνα) καταστάλθηκαν από στο στρατό του Βυζαντίου. Οι Μηλιγγοί άφησαν αρκετά τοπωνύμια, όπως στην Κυνουρία τα “Μελιγγίτικα καλύβια”, κοντά στο Άστρος και το “Μελιγού” στον Άγιο Ιωάννη. Οι φυλές αυτές ασπάστηκαν το χριστιανισμό και εξελληνίστηκαν σιγά-σιγά.
Στα χρόνια της Α’ Φραγκοκρατίας η περιοχή περιήλθε στους Ενετούς. Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος για να απαλλαγεί από τις ενοχλήσεις και επιθέσεις των Τσακώνων που έμειναν πάντα ανυπότακτοι για να επιτηρεί τους Τσάκωνες και τους Μηλιγγούς ίδρυσε το 1210 φρούριο στο Γεράκι και λίγο αργότερα κτίζεται από τους Φράγκους το κάστρο της Ωριάς στο Ξηροκάμπι. Μετά από τη παράδοση της Μονεμβασιάς στους Φράγκους (1250), η οποία πολιορκήθηκε στενά επί τρία και πλέον χρόνια, ακολούθησε η υπόταξη των Τσακώνων που ποτέ ως τη στιγμή εκείνη δεν είχαν αναγνωρίσει τη Φράγκικη κυριαρχία. Για να ολοκληρώσει την υποδούλωση της Πελοποννήσου ο Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος έκτισε το κάστρο του Μυστρά και δυο άλλα κοντά στο Ταίναρο.
Όταν μετά τη μάχη της Πελαγονίας (Δυτ. Μακεδονία) το 1259 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος είχε ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη και ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ανέκτησε σιγά-σιγά όλη την Πελοπόννησο. Οι εχθροπραξίες και οι λεηλασίες όμως, δεν είχαν σταματήσει. Η Πελοπόννησος δεν ευημερούσε πλέον. Την εποχή αυτή οι Βενετοί δεν έπαυσαν να ενδιαφέρονται για τα νευραλγικά τμήματα της Χερσονήσου. Έτσι, στα 1400 περίπου, κυρίευσαν και εγκαταστάθηκαν στο Άστρος. Αργότερα, ο δούκας των Αθηνών πήρε ως προίκα το Άστρος, το Λεωνίδιο και άλλα πολίσματα της Τσακωνιάς, η οποία περιελάμβανε τότε όχι μόνο το Γεράκι, αλλά έφθανε και κάτω από τη Μονεμβασία, μέχρι τα Βάτικα. Το μεσαιωνικό κάστρο του παραλίου Άστρους πρέπει να υπήρχε ήδη τότε, αφού αναφέρεται στα αρχειακά έγγραφα της Βενετίας το 1407, όπως και σε πολλούς χάρτες αυτής της περιόδου. Σε άλλους χάρτες της εποχής αυτής διαχωρίζουν το μεσόγειο Άστρος που υπάρχει στους μεσαιωνικούς χρόνους.
Την εποχή εκείνη το Άστρος ήταν διμερές, δηλαδή οι κάτοικοι του αναγκάζονταν το καλοκαίρι, για να αποφύγουν τους ελώδεις πυρετούς να ανεβαίνουν στον Άγιο Ιωάννη και το χειμώνα να παραμένουν στο Άστρος.
Ο Άγιος Ιωάννης που προ της άλωσης της Κωνσταντινούπολης ήταν μόνο θερινή διαμονή των Αστρειτών και λεγόταν κατά την παράδοση “Απάνω Άστρος” ή “Αγιάννης του Άστρους”, έγινε αυτοτελής και μόνιμη έδρα των Αστρειτών μετά την Άλωση, γιατί μόνο σ’ αυτόν έβρισκαν ασφάλεια και απέφευγαν τις αυθαιρεσίες και καταπιέσεις των Τούρκων, που προτιμούσαν τα εύφορα πεδινά εδάφη και τα παραθαλάσσια μέρη.
Πολλοί οικισμοί της περιοχής του Πάρνωνα συνεχίζουν τη ζωή τόσο στα πρωτοχριστιανική όσο και στα Μεσαιωνικά χρόνια, είτε σαν επέκταση των ήδη υπαρχόντων αρχαίων οικισμών (Νησί Παραλίου Άστρους, Νησί Αγίου Ανδρέα, Πρασιές, Γλυππία, Μαριός, Γεράκι) είτε μετακινούμενοι λίγο στην ίδια περιοχή (Καρυές, Βούρβουρα, Άστρος κ.α.). εμφανίζονται και νέοι οικισμοί μετά το πέρασμα των αιώνων. Έτσι, υπάρχουν ακμαίοι οικισμοί πάνω στον ορεινό όγκο, που μνημονεύονται σε κείμενα, όπως η Καστάνιτσα και τα Τζίτζινα το 1293. η Σίταινα το 1435, η Φούσκα (Αγ. Παντελεήμονας) το 1320 και η “Επισκοπή Ρέοντος” από τα 1293 ως τα 1429. η ίδρυση του Πραστού πιθανότατα ανάγεται στον όψιμο μεσαίωνα. Σαφείς μνείες του οικισμού υπάρχουν ήδη από τα 1435 και 1437 (Ρέοντος του Πραστού , της Καστάνιστας και του Λεωνιδίου).
Κατά το 1460 τα τούρκικα στρατεύματα εισέβαλλαν στην Πελοπόννησο και την υπόταξαν μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Το 1467 η Καστάνιτσα και ο Πραστός βρίσκονται ακόμα στα χέρια των Ενετών. Η κυριαρχία των Τούρκων στην Τσακωνιά διήρκησε από τα 1540 έως τα 1685. η περιοχή του Πάρνωνα ουδέποτε σχεδόν κατοικήθηκε από τους Τούρκους. Υφίσταται όμως λεηλασίες και αρπαγές όταν δείχνει επαναστατικές διαθέσεις.
Οι Έλληνες της Πελοποννήσου ποτέ δε θεώρησαν την τουρκική κατάκτηση οριστική. Αμέσως μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) άρχισαν να δημιουργούνται σ’ αυτήν εστίες αντίστασης κατά των Τούρκων.
Όταν ο Ενετός δόγης της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας Φραντσέσκο Μοροζίνι πέτυχε να γίνει κύριος της Πελοποννήσου μετά τη νίκη του κατά των Τούρκων στις 23 Ιουλίου 1687, η χώρα βρίσκεται σε άθλια κατάσταση.
Η Πελοπόννησος διαιρέθηκε σε τέσσερα διαμερίσματα (Ρωμανίας, Αχαΐας, Μεσσηνίας και Λακωνίας). Η Αρκαδία και η δυτική Κυνουρία (Άγιος Πέτρος) άνηκε στο διαμέρισμα της Ρωμανίας που είχε 244 κατοικημένα χωριά και συγκέντρωνε πληθυσμό 71.129 κατοίκων.
Οι Ενετοί κράτησαν την Πελοπόννησο υπό την εξουσία τους ως το 1715 και φρόντισαν να πυκνώσουν τον πληθυσμό της και να εντατικοποιήσουν τις διάφορες καλλιέργειες για καλύτερη απόδοση προς όφελος τους.
Στα χρόνια της Α’ Τουρκοκρατίας και της επακόλουθης Β’ Ενετοκρατίας, η περιοχή είχε δυο σημαντικά χωριά, τον Άγιο Πέτρο και τον Πραστό. Στην περιοχή της Θυρεάτιδας ο οικισμός που αναπτύσσεται περισσότερο είναι ο Άγιος Ιωάννης, ο οποίος με τα γύρω του μοναστήρια της Λουκούς, της Αγίας Τριάδος, της Παλαιοπαναγιάς, του Αγίου Δημητρίου του Ρεοντινού και του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου δημιούργησε αξιόλογη πνευματική ζωή. Ταυτόχρονα και τα γειτονικά χωριά Μελιγού, Πλάτανος και Τρίστενα (Χάραδρος) βρίσκονται σε σχετική ακμή.
Μετά το 1715 οι Τούρκοι έγιναν πάλι κύριοι της Πελοποννήσου.
Στο 18ο αιώνα και στα πρώτα χρόνια του 19ου , στα πλαίσια της γενικότερης ανάπτυξης των επαρχιακών κέντρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Πραστός βρίσκεται σε μεγάλη ακμή. Πολλοί Τσάκωνες εγκαθίστανται προσωρινώς στην Κωνσταντινούπολη, όπου διατηρούν εργαστήρια και αποθήκες και εισάγουν προϊόντα από την πατρίδα τους.
Ήταν πυκνοκατοικημένος και είχε τρεις συνοικίες με πύργους, εκκλησίες, υδραγωγεία και οι κάτοικοι έμεναν εδώ από τη Μεγάλη Εβδομάδα ως του Αγίου Δημητρίου, ενώ τη χειμερινή περίοδο κατέβαιναν στο Λεωνίδιο, τον Άγιο Ανδρέα και στους συνοικισμούς των Τυρομελάνων. Κατά τα τέλη του 18ου και αρχές 19ου αιώνα αρχίζει και πάλι να δημιουργείται το Άστρος. Κορυφαίος των ευεργετών του ο Δημήτριος Καρυτσιώτης, πλούσιος έμπορος εγκατεστημένος στην Τεργέστη και καταγόμενος από την Καρίτσα ίδρυσε δυο σχολές, η μία στη θέση “Κουτρί” του Αγίου Ιωάννου και η δεύτερη, το παράρτημα αυτής, στο Άστρος (1805).
Στο παράλιο Άστρος η ζωή ξαναεμφανίζεται κατά τα έτη της Επανάστασης.
Στην ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή του Πάρνωνα γνώρισε από τη Βυζαντινή εποχή και αδιάλειπτα μεγάλη άνθηση ο μοναστικός βίος. Τα ίχνη του είναι εμφανή σε όλο το βουνό. Μονές, μετόχια, ξωκλήσια, κρήνες, υδραγωγεία. Μόνο στην περιοχή της Επισκοπή Ρέοντος και Πραστού υπήρχαν δώδεκα μοναστήρια, πραγματικά κάστρα οχυρωμένα με ψηλούς περιβόλους και πύργους. Αποτέλεσαν κατά καιρούς κέντρα θρησκευτικής ζωής, αλλά και σημαντικής οικονομικής δραστηριότητας. Μερικά από αυτά είναι κτισμένα σε χώρους αρχαίας λατρείας. Όπως για παράδειγμα η Μονή Λουκούς που είναι κτισμένη στη θέση του Ναού Ασκληπιάδη Πολεμοκράτη.
Μάρτυρες των ταραγμένων αιώνων είναι και τα πολυάριθμα κάστρα και πύργοι, μεσαιωνικά και βυζαντινά, σκορπισμένα σε όλη την περιοχή. Εκτός από τα ήδη αναφερθέντα είναι και το κάστρο της Αρτίκαινας κοντά στο Ορεινό Κορακοβούνι, το κάστρο του Ωριώντα (Παλιοχώρα), ο πύργος της Μονής Ευαγγελίστριας (Αγ. Ανδρέας), το Κάστρο της Ζαραφόνας και πολλοί μικροί πύργοι – παρατηρητήρια.
Με την έναρξη της Επανάστασης η περιοχή του Πάρνωνα κινητοποιείται αμέσως. Οι κάτοικοι της νότιας Κυνουρίας οργανώνουν στρατιωτικό σώμα και το στέλνουν προς πολιορκία της Μονεμβασιάς, ενώ οι κάτοικοι της βόρειας κατευθύνθηκαν προς τα Βέρβενα για αναμονή της επίθεσης κατά της Τρίπολης. Εδώ γίνονται οι γνωστές μάχες των Βερβένων και των Δολιανών. Στις 18 Μαΐου 1821 το σώμα των Τούρκων χωρίζεται σε τρία μέρη και επιτίθεται κατά των Ελλήνων στα Βέρβενα, στα Άνω Δολιανά και στο Δραγούνι. Η νίκη των Ελλήνων στα Βέρβενα και στα Δολιανά αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων πολεμιστών.
Το 1822 ο Άγιος Ιωάννης φιλοξενεί 2 ½ μήνες την Κυβέρνηση της Επαναστατημένης Ελλάδας.
Την Άνοιξη του 1823 γίνεται στο Άστρος Β’ Εθνική Συνέλευση.
Το καλοκαίρι του 1825 οι αδελφοί Ζαφειρόπουλοι, βλέποντας τον κίνδυνο από το στρατό του Ιμπραήμ να πλησιάζει, χτίζουν οχυρό πάνω στο λόφο (Νησί) του Παράλιου Άστρους, δίπλα στο μεσαιωνικό φρούριο.
Το 1826 ο οργισμένος από τις απώλειες του Ιμπραήμ καταλαμβάνει την επαρχία του Αγίου Πέτρου και καίει τον οικισμό. Την τύχη αυτή ακολουθούν ο Άγιος Ιωάννης, η Μελιγού και ο Πλάτανος ενώ οι κάτοικοι της περιοχής Πλατάνου και Σίταινας κρύφτηκαν μέσα σε μια μεγάλη σπηλιά για μέρες και απέκρουσαν όλες τις προσπάθειες των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ να την καταλάβουν. Για άλλη μια φορά τα σπήλαια του Πάρνωνα, γνωστά καταφύγια των κατοίκων της περιοχής από αρχαία χρόνια, τους πρόσφεραν άσυλο και ασφάλεια.
Ο στρατός του Ιμπραήμ, μη καταφέρνοντας να κατακτήσει το Παράλιο Άστρος και με αρκετές απώλειες, υποχωρεί. Τότε κάηκε ο Πραστός με τη γύρω περιοχή (και εγκαταλείφθηκε για πολλά χρόνια), ενώ οι Έλληνες πολεμιστές με επικεφαλής τον Καψαμπέλη απέκρουαν τους Τούρκους στην Καστάνιτσα.
Με την απελευθέρωση της Ελλάδας ο Πραστός και ο Άγιος Πέτρος γίνονται πρωτεύουσες επαρχιών του νεοσύστατου κράτους. Ο Πραστός όμως δεν μπόρεσε να διατηρήσει την παλιά του αίγλη. Το Λεωνίδιο, όπου εγκαταστάθηκαν πολλοί Πραστιώτες, άρχισε να αναπτύσσεται μετεπαναστατικά σαν τοπικό κέντρο της περιοχής.